μετα-πίπτω

μετα-πίπτω

μετα-πίπτω (s. πίπτω), umfallen, umschlagen, sich ändern; μεταπίπτοντος δαίμονος, Eur. Alc. 916; μεταπέσοι βελτίονα, zum Bessern umschlagen, Ion 412; μετέπεσον, ich änderte meine Meinung, I. A. 502; ὦ φίλτατ' ἐμοὶἐξ ἐχϑίστων μεταπίπτων, Ar. Av. 626; εἰ μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ μηδὲν μένει, Plat. Crat. 440 a, öfter; auch μεταπίπτειν ἄνω κάτω, Gorg. 493 a; νῦν δὲ τοὐναντίον ταχὺ μεταπέπτωκεν, es ist schnell ins Gegentheil umgeschlagen, hat sich anders gewendet, Theaet. 162 d; und im eigtl. Sinne, εἰ τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων, wenn nur drei Stimmen anders fielen, Apol. 36 a; vgl. Aesch. 3, 252; u. sprichwörtlich ὀστράκου μεταπεσόντος, Plat. Phaedr. 241 b, wie wir sagen »das Blatt hat sich gewandt«; man leitet den Ausdruck von dem Knabenspiele ὀστρακίνδα her; μεταπεσούσης τῆς τύχης, Din. 1, 65; ὅσον τὰ τῆς πόλεως μεταπέπτωκε, Isocr. 15, 154; auch absolut, 5, 23; μεταπέπτωκε τὰ πράγματα, von einer Staatsumwälzung, Lys. 20, 14 u. A.; τινὸς εἴς τι, übergehen aus Etwas in einen andern Zustand, Plat. Crat. 440 ab; εἰς τἀναντία τῆς γνώμης, Pol. 21, 5, 7, u. ohne den Zusatz, μεταπεσών, nachdem er seine Meinung geändert hatte, 5, 49, 7; μετέπεσεν ἐς ὄρνεον ἐκ γυναικός, Luc. Philps. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • ευμετάπτωτος — εὐμετάπτωτος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ασταθής. επίρρ... εὐμεταπτώτως (Α) με ασταθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετά πτωτος (< μετα πίπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”