- μετριο-παθής
μετριο-παθής, ές, sich in seinen Leidenschaften mäßigend, bes. nachgiebig, menschenfreundlich, N. T.; τὸ μ. neben εὐδιάλλακτον, D. H. 8, 61. – Adv., μετριοπαϑῶς διατίϑεται, S. Emp. adv. eth. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριο-παθής, ές, sich in seinen Leidenschaften mäßigend, bes. nachgiebig, menschenfreundlich, N. T.; τὸ μ. neben εὐδιάλλακτον, D. H. 8, 61. – Adv., μετριοπαϑῶς διατίϑεται, S. Emp. adv. eth. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] … Dictionary of Greek
οικτροπαθής — οἰκτροπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει οικτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + παθής (< πάθος), πρβλ. μετριο παθής] … Dictionary of Greek
κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] … Dictionary of Greek