- μετριό-σῑτος
μετριό-σῑτος, mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριό-σῑτος, mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… … Dictionary of Greek
οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… … Dictionary of Greek
μικρόσιτος — μικρόσιτος, ον) (Α) αυτός που τρώει λίγο, ο λιτοδίαιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σίτος (< σῖτος), πρβλ. μετριό σιτος] … Dictionary of Greek
φιλόσιτος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν τα σιτηρά 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σῖτος (πρβλ. μετριό σιτος)] … Dictionary of Greek