πότνα

πότνα

πότνα, ἡ, = πότνια; πότνα ϑεάων, H. h. Cer. 118, wie Eur. Bacch. 370; Opp. Cyn. 4, 21; φύσις, Agath. 1 (X, 38). Auch Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61 lies't Bekker richtiger πότνα ϑεά für πότνια ϑεά, welches Wolf aufgenommen hat, wo sonst ϑεά einsylbig zu sprechen ist. Nur nom. u. voc.; daher Theocr. 15, 14 jetzt richtig πότνιαν für πότναν gelesen wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πότνα — πότνᾱ , πότνα fem nom/voc/acc dual πότνᾱ , πότνα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότναι — πότνα fem nom/voc pl πότνᾱͅ , πότνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότναν — πότνᾱν , πότνα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότν' — πότναι , πότνα fem nom/voc pl πότνᾱͅ , πότνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνια — ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α (ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας) 1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία 2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής 3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι α) προσωνυμία τών Ευμενίδων β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”