μισθο-φόρος

μισθο-φόρος

μισθο-φόρος, Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισϑοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζευγοφόρα — τα κολεόπτερα τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, μισθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ιξοφόρος — ο (Α ἰξοφόρος, ον) ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.) αρχ. (για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, μισθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • δίδραχμος — η, ο (AM δίδραχμος, ον) [δραχμή] Ι. αυτός που αξίζει δύο δραχμές αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος δύο δραχμών 2. φρ. α) «δίδραχμος ὁπλίτης» στρατιώτης με ημερήσιο μισθό δύο δραχμών β) «δίδραχμος τόκος» μηνιαίος τόκος δύο δραχμών κατά μνα II. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… …   Dictionary of Greek

  • τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • φοροδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταβολή φόρων 2. φρ. «φοροδοτική ικανότητα» η οικονομική δυνατότητα φυσικού ή νομικού προσώπου, να καταβάλλει φόρους σε συνάρτηση με το φορολογητέο εισόδημά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + δοτικός (<… …   Dictionary of Greek

  • χαρτιατικόν — και χαρτατικόν, τὸ, Μ 1. φόρος τού χαρτιού 2. πληρωμή για την έκδοση δημόσιου εγγράφου ή για τον μισθό υπαλλήλου 3. στον πληθ. τὰ χαρτιατικά και χαρτατικά χρήματα για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartiaticum (< χάρτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”