πόρνης

πόρνης

πόρνης, , seltene Form statt πόρνος, Crates Theb. ep. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρνης — πόρνη harlot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блоудьница — БЛОУДЬНИЦ|А (131), Ѣ ( А) с. Развратница, блудница: Не сърѣтаи жены блоудь||ницѩ. да не како въпадеши въ сѣти ѥ˫а. (ἑταιριζομένῃ) Изб 1076, 174 об. 175; ˫ако блоудьницю оцѣсти ны и ˫ако мытоимьца оправи. СкБГ XII, 17г; тако же и въдовоу… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PAMPHILUS Amphipolita — aut Sicyonius, aut Nicopolita, (nec enim de patria convenit) φιλογράμματος, praeceptor Aristotelis inter alia illustrium pictorum historiam scripsit, teste Suidâ, cui Philosophus dicitur. Unde opinari quis posset, esse Pamphilum Platonis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκιβωτισμός — Λογοτεχνική τεχνική (στον χώρο κυρίως της αφηγηματικής πεζογραφίας), κατά την οποία ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά την αφήγηση της κεντρικής υπόθεσης και παρεμβάλλει μια άλλη δευτερεύουσα και σχετικά αυτόνομη ιστορία, η οποία συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • κλεισίον — και κλισίον, τὸ (Α) 1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.) 2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον… …   Dictionary of Greek

  • κορινθιάζομαι — (Α) [κορίνθιος] 1. ασκώ το επάγγελμα τής πόρνης, όπως οι εταίρες τής αρχαίας Κορίνθου 2. είμαι μαστροπός 3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες …   Dictionary of Greek

  • μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • παρθενίας — ου, ὁ, Α 1. γιος παλλακίδας, πόρνης 2. στον πληθ. οί παρθενίαι ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο 3.… …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”