- πωλίον
πωλίον, τό, 1) dim. von πῶλος; Andoc. 1, 61; Ar. Vesp. 180 Pax 75. – 2) die Haut, welche das Fohlen im Mutterleibe umgiebt, Arist. H. A. 8, 24. Vgl. Bast zu Greg. Cor. p. 321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλίον, τό, 1) dim. von πῶλος; Andoc. 1, 61; Ar. Vesp. 180 Pax 75. – 2) die Haut, welche das Fohlen im Mutterleibe umgiebt, Arist. H. A. 8, 24. Vgl. Bast zu Greg. Cor. p. 321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλίον — πωλέω sell pres part act masc voc sg (doric) πωλέω sell pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) πωλίον pony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίον — τὸ, Α [πῶλος] 1. (υποκορ. τού πώλος) μικρό πουλάρι 2. μικρός ελέφαντας 3. ο υμένας που περικαλύπτει τον πώλο όταν είναι έμβρυο μέσα στην μήτρα … Dictionary of Greek
πώλιον — πωλέω sell imperf ind act 3rd pl (doric) πωλέω sell imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλία — πωλίον pony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίου — πωλίον pony neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλίῳ — πωλίον pony neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοπώλιον — θερμοπώλιον, τὸ (Α) μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πώλιον (< πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο πώλιον, παντο πώλιον] … Dictionary of Greek
κλινοπώλιον — κλινοπώλιον, τὸ (Α) κατάστημα πωλήσεως κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πώλιον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλιον, κρεω πώλιον] … Dictionary of Greek
σιλιγνοπώλιον — τὸ, Α κατάστημα ή τόπος όπου πωλούσαν σίλιγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ἀρτο πώλιον, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί σιλιγνοπάλιον (< σίλιγνον + πάλιον < πάλη «λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι»)] … Dictionary of Greek
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek
εφθοπώλιον — ἑφθοπώλιον και ἑφθοπωλεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου πουλούν μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά, το μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω «ψήνω) + πώλιον (< πωλις < πωλώ)] … Dictionary of Greek