- δωρο-ληψία
δωρο-ληψία, ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρο-ληψία, ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
φωτοληψία — η, ΝΑ η λήψη φωτός νεοελλ. βοτ. το ποσοστό τού φωτισμού το οποίο χρησιμοποιεί κάθε φυτό για να επιτελέσει το σύνολο τών φυσιολογικών του λειτουργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. δωρο ληψία, προσωπο ληψία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek