πωλητής

πωλητής

πωλητής, , 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πωλητής — πωλητής, ο και πουλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που πουλάει ή πούλησε κάτι (αντίθ. αγοραστής) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωλητής — seller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… …   Dictionary of Greek

  • πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… …   Dictionary of Greek

  • εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… …   Dictionary of Greek

  • ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”