δυϊκός

δυϊκός

δυϊκός, von zweien, zu zweien gehörig, Sp.; – ὁ δυϊκός, sc. ἀριϑμός, der Dual, Gramm. – Adv., im Dual, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυικός — dual masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυϊκός — ή, ό (AM δυϊκός, ή, όν) «δυϊκός αριθμός» ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα αρχ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός …   Dictionary of Greek

  • δυϊκός — (αριθμός), ο γραμματικός τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που τον χρησιμοποιούσαν στα ονόματα και τα ρήματα, για να δηλώσουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση …   Dictionary of Greek

  • δυικά — δυικός dual neut nom/voc/acc pl δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc/acc dual δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικῶν — δυικός dual fem gen pl δυικός dual masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικόν — δυικός dual masc acc sg δυικός dual neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικαῖς — δυικός dual fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικαί — δυικός dual fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικοῖς — δυικός dual masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικοῦ — δυικός dual masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”