- δυω-καί-δεκα
δυω-καί-δεκα, = vor., Her. 8, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυω-καί-δεκα, = vor., Her. 8, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek