ναυτίλλομαι

ναυτίλλομαι

ναυτίλλομαι, ein ναύτης sein, zu Schiffe fahren, über See fahren; Od. 4, 672; Αἴγυπτόνδε, 14, 246; ὑπτίοις σέλμασιν, Soph. Ant. 713; Her. 2, 5. 178. 3, 6 u. öfter; πεντηκοντέροις, 1, 163; πονηρὰν τὴν ναυτιλίαν ναυτίλλεσϑαι, Plat. Rep. VIII, 551 c; Sp., Luc. fugit. 13. Von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναυτίλλομαι — (ΑΜ ναυτίλλομαι) [ναυτίλος] είμαι ναυτίλος ασχολούμαι με τη ναυσιπλοΐα, θαλασσοπορώ νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ο ναυτιλλόμενος ο εξ επαγγέλματος ασχολούμενος με την εμπορική ναυτιλία αρχ. (για το μαλάκιο ναυτίλος) πλέω …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλλομαι — είμαι ναυτικός, ταξιδεύω με πλοίο, κυρίως στη μτχ. ναυτιλλόμενος, η, ο ο επαγγελματίας ναυτικός, ο θαλασσοπόρος, αλλ. θαλασσινός, ναυτίλος: Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτιλλομένων — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem gen pl ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλόμεθα — ναυτίλλομαι sail pres ind mp 1st pl ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλόμενον — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc sg ναυτίλλομαι sail pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλλεο — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλλου — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένην — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένοις — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένοισι — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένους — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”