πωγώνιον

πωγώνιον

πωγώνιον, τό, dim. von πώγων; πωγώνιον μακρὸν ἔχων, Luc. Paras. 50; Ammian. 22 (XI, 157).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πωγώνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλούριον — ἐπιλούριον, τὸ (Μ) μακρύς επενδύτης χωρίς κουμπιά, πάνω από τον θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παράλληλο ή παρεφθαρμένο τ. τού επιλούρικον < επί + λούρικον (< λωρίκιον «θώρακας» < λατ. lorica. Η εναλλαγή ω / ου συνηθισμένη στη μσν …   Dictionary of Greek

  • πιγούνι — το / πηγούνιν, ΝΜ, και πηγούνι Ν το μέρος τής κάτω σιαγόνας που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουγούνιν < πωγώνιον, υποκορ. τού πώγων με παρετυμολογική επίδραση τού ἐπί (πρβλ. πιρούνι < περόνιον). Η γρφ. τής λ. με η δεν θεωρείται σωστή] …   Dictionary of Greek

  • προπωγώνιον — τὸ, Α το πρωτοεμφανιζόμενο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * πωγώνιον (< πώγων «γένι»)] …   Dictionary of Greek

  • πωγώνιο — το / πωγώνιον, ΝΑ [πώγων] υποκορ. τού πώγων νεοελλ. το γένειο, το πιγούνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”