πρό-μαχος

πρό-μαχος

πρό-μαχος, 1) vorkämpfend, vorn, in der vordersten Reihe der Krieger kämpfend; bei Hom. in der Il. oft als subst. οἱ πρόμαχοι, die Vorkämpfer, die vordersten Kämpfer; ἐν προμάχοισιν, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, auch πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισιν, Od. 18, 379; προμάχων ἀν' ὅμιλον, Pind. I. 6, 35; Soph. sagt so auch adj. λόγχα προμά χου δορός, Trach. 853. – 2) der für Einen zum Schutze kämpft, Verfechter, Vertheidiger, πόλεως Aesch. Spt. 401, δόμων 464; Xen. Mem. 4, 3, 8 ist vrbdn ἀέρα πρόμαχον καὶ σύντροφον ζωῆς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… …   Dictionary of Greek

  • υπερμαχώ — ὑπερμαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαχῶ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. προ μαχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”