- πωρο-λυτικός
πωρο-λυτικός, ή, όν, Verhärtung auflösend, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωρο-λυτικός, ή, όν, Verhärtung auflösend, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωρολυτικός — ή, όν, Μ αυτός που διαλύει τον πώρο, το πουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + λυτικός (λύτης < λύω «διαλύω»)] … Dictionary of Greek