πυθίων

πυθίων

πυθίων, ωνος, ἡ, eine Art Bollenwurzel, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πυθίων — Πύθια the Pythian games neut gen pl Πῡθίων , Πύθιον temple of the Pythian Apollo neut gen pl Πύθιος his temple fem gen pl Πύθιος his temple masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθικός — ή, ό / πυθικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια 2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • BRABEUTA — Graece Βραβεὺς, item Βραβευτὴς, Iudex dicebatur apud Graecos, qui in Ludis pubilicis, Sacris inprimis Agonibus, praesidebat: cuiusinodi munus olim maximi aestimabatur. Unde apud Persas, insos Reges praemia proposuisse cursus corumque omnium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PITHAULES — apud Flav. Vopiscum in Carino, c. 19. Centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam pithaulas centum, pantomimos et gymnicos mille etc. Ubi Palatinus liber scriptum habet, Pythaulas, atque ita passim ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… …   Dictionary of Greek

  • Αριστόνους ή Αριστόνοος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικελός από τη Γέλα (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πυστίλο, ίδρυσε τον Ακράγαντα. 2. Λαρισαίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πολυμήδη τον έστειλαν επικεφαλής θεσσαλικού στρατού για να ενισχύσει… …   Dictionary of Greek

  • Εχεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (4ος αι. π.Χ.). Ανήκε στα τελευταία μέλη της Πυθαγόρειας σχολής. Αρχικά έδρασε στην Ιταλία και μετά στον Φλιούντα της Πελοποννήσου. Ήταν σύγχρονος του Ταραντίνου φιλόσοφου Αριστοξένη, ο οποίος ανήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”