- μασχαλίσματα
μασχαλίσματα, τά, nach Hesych. das Schulterfleisch, das beim Opfern auf die Schenkel gelegt wurde; bei Suid. die zerstückelten Glieder eines Gemordeten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μασχαλίσματα, τά, nach Hesych. das Schulterfleisch, das beim Opfern auf die Schenkel gelegt wurde; bei Suid. die zerstückelten Glieder eines Gemordeten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μασχαλίσματα — extremities cut off from a corpse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλισμάτων — μασχαλίσματα extremities cut off from a corpse neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάργματα — ἐξόργματα, τα (Α) [εξάρχομαι] τα πρώτα τεμάχια, τα μέλη που κόβονταν από το σώμα τού θύματος, τα ακρωτηριάσματα («ἥρως δ Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος», [Απολλ. Ρόδ.] κατά τον Σχολιαστή, «οἱ δολοφονοῡντες... ἀκρωτηριάσματά τινα ἐποίουν τοῡ… … Dictionary of Greek
μασχάλισμα — μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω] (κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον… … Dictionary of Greek