μαστήρ — μαστήρ, ῆρος, ό, ἡ (Α) αυτός που ερευνά, που αναζητά κάτι ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῡ μαστῆρα», Σοφ.) 2. στον πληθ. oἱ μαστῆρες (στην Αθήνα) (κατά τον Φώτ.) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν… … Dictionary of Greek
μαστήρ — seeker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρ' — μαστῆρα , μαστήρ seeker masc acc sg μαστῆρι , μαστήρ seeker masc dat sg μαστῆρε , μαστήρ seeker masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρα — μαστήρ seeker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρας — μαστήρ seeker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρες — μαστήρ seeker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρι — μαστήρ seeker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῆρος — μαστήρ seeker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστείρας — μαστείρᾱς , μάστειρα demanding vengeance fem acc pl μαστείρᾱς , μάστειρα demanding vengeance fem gen sg (attic doric aeolic) μαστείρᾱς , μαστήρ seeker fem acc pl μαστείρᾱς , μαστήρ seeker fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστειρ' — μάστειρα , μάστειρα demanding vengeance fem nom/voc sg μάστειραι , μάστειρα demanding vengeance fem nom/voc pl μάστειρα , μαστήρ seeker fem nom/voc sg μάστειραι , μαστήρ seeker fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek