δρῡμός

δρῡμός

δρῡμός, , der Wald, der Eichenwald. Verwandt δρῦς, δόρυ, δένδρεον, δρίος; vgl. Sanskrit. drumas »Baum«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1, 204. Bei Homer δρυμός viermal, in der Pluralform τὰ δρῠμά, mit kurzem υ: Odyss. 10, 251 ᾔομεν ἀνὰ δρυμά, Odyss. 10, 150. 197 Iliad. 11, 118 διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην, δρυμά und ὕλην stehn παραλλήλως.Sing. δρυμός Soph. O. R. 1399; δρυμὸς ὄρειος Eur. Hipp. 1128; δρυμὸν ἔνϑηρον Rhes. 289; δρυμοῖς Bacch. 1229; δρυμοὺς ἐρήμους Aeschyl. ap. Aristot. H. A. 9, 36 (fragm. Dindf. no 291); Plural δρυμοί auch Antiphan. 6 (IX, 84) Plut. Pericl. et Fab. 1. Plural τὰ δρῠμά sp. Ep., Nic. Th. 222 Qu. Sm. 2, 382. Bei D. Per. 492 u. Opp. Cyn. 1, 64 δρῡμά.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δρυμός — copse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυμός — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 2.439 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται 18 χλμ. Β της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυγδονίας. Παλαιότερα ονομαζόταν Δρυμίγκλαβα. 2. Πεδινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • Δρυμός — Sp Drimas Ap Δρυμός/Drymos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • δρυμός — ο πυκνό δάσος με μεγάλα δέντρα: Εθνικός δρυμός (προστατευόμενο δάσος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρυμός — δρῡμός , δρυμός copse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θουριγκικός Δρυμός — (Thüringer Wald). Οροσειρά (υψηλότερη κορυφή 982 μ.) της κεντρικής Γερμανίας, που εκτείνεται σε μήκος 110 χλμ. Αποτελείται από παλαιοζωικούς σχιστόλιθους, οι οποίοι διαβρώθηκαν στην τριτογενή περίοδο. Οι κορυφές της είναι γυμνές, ενώ στις πλαγιές …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Δρυμός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν της πόλης των Καλαβρύτων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. Μέχρι το 1991 ονομαζόταν Παλαιοκατούνα …   Dictionary of Greek

  • Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… …   Dictionary of Greek

  • δρυμοῖς — δρυμός copse neut dat pl δρῡμοῖς , δρυμός copse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυμοῖσι — δρυμός copse neut dat pl (epic ionic aeolic) δρῡμοῖσι , δρυμός copse masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυμοῖσιν — δρυμός copse neut dat pl (epic ionic aeolic) δρῡμοῖσιν , δρυμός copse masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”