πυκνο-σπόρος

πυκνο-σπόρος

πυκνο-σπόρος, dicht säend; – πυκνόσπορος, dicht gesäet, besäet, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόσπορος — η, ο (Μ κακόσπορος, ον) ο γεννημένος από γονείς χαμηλής, μη ευγενούς καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ σπορος, πυκνό σπορος] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”