δρόσος

δρόσος

δρόσος, , der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, ϑαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῠς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δροσός — δροσός, ο και δροσό, το 1. σκιερός τόπος: Ψάχναμε για ώρα δροσό. 2. δροσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρόσος — dew fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • Δρόσος, Γεώργιος — (1912 – 1980). Δημοσιογράφος, πολιτευτής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στη σχολή εμπορικών και οικονομικών επιστημών της Μασσαλίας. Εργάστηκε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες και στη …   Dictionary of Greek

  • Βλάμης, Δρόσος — Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Ήταν εμποροπλοίαρχος από το Γαλαξίδι και όταν άρχισε η Επανάσταση, πήρε μέρος με Κεφαλονίτες και Γαλαξιδιώτες στον αποκλεισμό του κόλπου της Πάργας και της Ναυπάκτου. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1821 καταστράφηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Μανσόλας, Δρόσος — (1779 – 1860). Πολιτικός της Επανάστασης και της οθωνικής περιόδου. Καταγόταν από τη Θεσσαλία. Σπούδασε στη Ιένα πριν από την Επανάσταση. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην προετοιμασία του Αγώνα. Συνδέθηκε στενά με… …   Dictionary of Greek

  • δρόσε — δρόσος dew fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόσοι — δρόσος dew fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόσοις — δρόσος dew fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόσοισιν — δρόσος dew fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”