δρυο-κοίτης

δρυο-κοίτης

δρυο-κοίτης, , auf der Eiche, dem Baume seine Lagerstätte habend, wohnend; τέττιξ Anyte 14 (VII, 190).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”