δρυο-γόνος

δρυο-γόνος

δρυο-γόνος, Eichen hervorbringend; ὄρη, Ar. Thesmoph. 114.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυγατρογόνος — θυγατρογόνος, ον (Α) αυτός που γεννά θυγατέρες, κόρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, δρυο γόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”