πυκνό-βλαστος

πυκνό-βλαστος

πυκνό-βλαστος, mit dichtstehenden Trieben, Zweigen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτόβλαστος — λεπτόβλαστος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει λεπτούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. νεό βλαστος, πυκνό βλαστος) …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …   Dictionary of Greek

  • κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… …   Dictionary of Greek

  • ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα — Φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται σε περιβάλλον πολύ ξηρό: συναντώνται στη χλωρίδα όλων των περιοχών που είναι άγονες εξαιτίας της ξηρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας (έρημοι, στέπες, σαβάνες, ερείπια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”