πυκνό-καρπος

πυκνό-καρπος

πυκνό-καρπος, mit dichten oder vielen Früchten, μυῤῥίνη, Luc. amor. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτόκαρπος — λεπτόκαρπος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό, μικρό καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + καρπος (< καρπός), πρβλ. γυμνό καρπος, πυκνό καρπος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • φράουλα — (φραγκαρία η γνήσια). Πόα της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Συναντάται και άγρια και καλλιεργούμενη. Η φ. έχει μακριούς βλαστούς οι οποίοι, ακουμπώντας στο έδαφος, ριζώνουν και δημιουργούν έτσι καινούργια φυτά, με τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ανόνα — (anona). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των ανονιδών, ιθαγενών των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αμερικής και της Αφρικής. Είναι μικρά δέντρα και θάμνοι, με φύλλα ακέραια και λειόχειλα και άνθη που εμφανίζονται στις… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… …   Dictionary of Greek

  • θερμοβότανο — Γένος φυτών της οικογένειας των δικοτυληδόνων γεντιανίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ερυθραία το κεντούριο. Είναι φυτό ποώδες, διετές, πολύμορφο και συναντάται στους βοσκότοπους και στα δάση της Ελλάδας. Έχει βλαστό διακλαδισμένο προς τα… …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”