- βαρυ-σφάραγος
βαρυ-σφάραγος, Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-σφάραγος, Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσφάραγος — ον, ΜΑ πολυσμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τσυρίζω, τρίζω», πρβλ. βαρυ σφάραγος] … Dictionary of Greek