κῡδι-άνειρα

κῡδι-άνειρα

κῡδι-άνειρα, (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • σωσιάνειρα — ἡ, Μ αυτή που σώζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + άνειρα (< θ. ανερ τής λ. ἀνήρ, ἀνδρός, πρβλ. επικ. ονομ. πληθ. ἀνέρες), πρβλ. κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • κυδιάνειρα — κυδιάνειρα, ἡ (Α) 1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες 2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι (< κῦδος) + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”