κῶας

κῶας

κῶας, τό, plur. τὰ κώεα, κώεσι, später auch zsgzgn κῶς, weiches, wolliges Fell, Vließ, das bei Hom. als Decke über Stühle u. Betten gebreitet wird, um weicher darauf zu sitzen u. zu liegen, gewiß Schaaffelle, wie auch Il. 20, 142 ἐν κώεσιν οἰῶν ἔδραϑεν steht; vgl. Ap. Rh. 1, 1090; bei diesem ist χρύσειον κῶας das goldene Vließ, 1, 4 u. öfter, wie Her. 7, 193 ἔπλεον ἐπὶ τὸ κῶας u. κῶας αἰγλᾶεν Pind. P. 4, 231, vgl. Theocr. 13, 16. Wahrscheinlich mit κεῖμαι, κοιμάω zusammenhangend, nicht mit οἶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κῶας — fleece neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῴας — Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴ̱ᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) Κῴᾱς , Κῷος of fem acc pl Κῴᾱς , Κῷος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώας — Κώᾱς , Κώης masc acc pl Κώᾱς , Κώης masc nom sg (epic doric aeolic) Κώᾱς , Κῶος caves fem acc pl Κώᾱς , Κῶος caves fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεα — κῶας fleece neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεσι — κῶας fleece neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώεσιν — κῶας fleece neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρας — το (AM δέρας, Α και δέρος) φρ. δέρας ή «χρυσόμαλλον δέρας» το δέρμα τού μυθικού αρνιού με τις χρυσές τρίχες που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη στην Κολχίδα αρχ. δέρμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ένσιγμο ουσιαστικό δέρος (το) προέρχεται από το δέρω,… …   Dictionary of Greek

  • κωδάς — κωδᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) [κώας] αυτός που πουλά δέρματα, δερματοπώλης …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • κώδιον — κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον) δέρμα προβάτου, προβιά αρχ. 1. το χρυσόμαλλο δέρας 2. φρ. «Δῑον κῴδιον» δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω τού κῶας + κατάλ. ίδιον, τής οποίας το ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”