- κώμῡς
κώμῡς, ῡϑος, 1) ἡ, Büschel, Bündel, χόρτοιο Theocr. 4, 18, Sp. – Nach Hesych. auch δάφνη, ἣν ἱστῶσι πρὸ τῶν πυλῶν. – 2) ὁ, eine Stelle, wo das Rohr mit den Wurzeln dicht verwachsen steht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμῡς, ῡϑος, 1) ἡ, Büschel, Bündel, χόρτοιο Theocr. 4, 18, Sp. – Nach Hesych. auch δάφνη, ἣν ἱστῶσι πρὸ τῶν πυλῶν. – 2) ὁ, eine Stelle, wo das Rohr mit den Wurzeln dicht verwachsen steht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμυς — κώμυς, υθος, ἡ (Α) 1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.) 2. κλάδος δάφνης 3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
κώμυς — κώμῡς , κώμυς bundle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμυθα — κώμῡθα , κώμυς bundle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμυθας — κώμῡθας , κώμυς bundle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμυθες — κώμῡθες , κώμυς bundle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμυθος — κώμῡθος , κώμυς bundle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμυσι — κώμῡσι , κώμυς bundle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)