εἰλι-κρινής

εἰλι-κρινής

εἰλι-κρινής, ές (εἵλη, also richtiger εἱλικρινής, wie sich in den mss. des Plat. oft findet, s. Schneider zu Plat. Rep. II p. 123), eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft u. ächt befunden, übh. = rein, tadellos; τὸ καϑαρόν τε καὶ εἰλ. Plat. Phil. 52 d; Conv. 211 e; τὸ ἐντὸς ἡμῶν πῦρ εἰλ. ἐποίησαν Tim. 45 b; διάνοια Phaed. 66 a; ψυχή 81 c; τέρψεις, reine Freuden, Isocr. 1, 46; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῠλα εἶναι, unvermischt, Xen. Cyr. 8, 5, 14; von Farben, im Ggstz von κεκραμένα ἑτέροις, Theophr.; – ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῠς Pol. 8, 33, 1; vom Golde, Poll. 7, 98; – sonnenklar, deutlich, ἀδικία Xen. Hem. 2, 2, 3, einzeln bei Sp. – Adv. εἰλικρινῶς, Plat. Conv. 181 c u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολοκρινής — ές (για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο) * + κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο κρινής, ειλικρινής (ειλι κρινής (< …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”