εἴδησις

εἴδησις

εἴδησις, , Wissen, Einsicht; Schol. Il. 1, 247; Schol. Soph. O. C. 505; Sext. Emp. gramm. 73; a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἴδησις — knowledge fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδήσει — εἴδησις knowledge fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰδήσεϊ , εἴδησις knowledge fem dat sg (epic) εἴδησις knowledge fem dat sg (attic ionic) εἶδον see fut ind mid 2nd sg (epic ionic) εἶδον see fut ind act 3rd sg (epic ionic) οἶδα see fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδήσεις — εἴδησις knowledge fem nom/voc pl (attic epic) εἴδησις knowledge fem nom/acc pl (attic) εἶδον see fut ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδησέοιν — εἴδησις knowledge fem gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδήσεσιν — εἴδησις knowledge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδησιν — εἴδησις knowledge fem acc sg εἴδομαι see pres subj mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • εἰδήσεων — εἰδήσεω̆ν , εἴδησις knowledge fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”