εἰ γάρ

εἰ γάρ

εἰ γάρ, 1) gew. o daß doch! wenn doch! utinam; meist c. optat., εἰ γὰρ Ἀϑήνη δοίη κάρτος ἐμοί Il. 17, 561; Od. 3, 205; gew. bei Hom. αἲ γάρ, vgl. übrigens εἴϑε; εἰ γὰρ ἐν τύχῃ γέ τῳ σωτῆρι βαίη Soph. O. R. 80; El. 1408; Eur. Alc. 91; Pind. P. 1, 46 N. 7, 98; εἰ γὰρ ἐν τούτῳ εἴη Plat. Prot. 310 d; εἰ γὰρ γένοιτο Xen. Cyr. 6, 1, 38. – Auch mit dem ind. impf. u. aor., die Unmöglichkeit oder Nichtwirklichkeit des Wunsches ausdrückend; εἰ γὰρ εἶχον Eur. Alc. 1072; Or. 1580. 1614; Plat. Crit. 44 d. – Εἰ γάρ τοι, Od. 17, 513; εἰ γάρ πως, 16, 148. – 21 denn wenn; Il. 20, 26; εἰ γὰρ οἶδά γ', οὐκ ἀρνήσομαι Soph. O. R. 571; εἰ γὰρ δή, Ant. 655.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • γάρ — for indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάρ' — γάρα , γάρον sauce neut nom/voc/acc pl γάρε , γάρος sauce masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μη γαρ — μὴ γὰρ (Α) (ελλειπτ. φρ.) 1. (συν. σε αποκρίσεις για εμφαντική άρνηση) βεβαίως όχι, καθόλου («μὴ γὰρ λεγέτω τὸ ὄνομα... Μὴ γάρ», Πλάτ.) 2. (σε παρενθετικές προτάσεις) πολύ λιγότερο, δεν θέλω να πω ότι («ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῡτον αὑτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ — οὐ γὰρ (Α) 1. μόρια που εκφέρουν αρνητική αιτιολογία σε ευθύ λόγο 2. ελλειπτικώς χρησιμοποιούνται σε αποκρίσεις που γίνονται ερωτηματικώς, όπου πρέπει να εννοηθεί το βεβαιωτικό ναί («τούτους ἀγαθοὺς ἐνόμισας; οὐ γάρ...;», Αριστοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη ἐκρεγείη ἄν. — Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη (τὰ τόξα) ἐκρεγείη ἄν. См. Что больше понатягивать, то скорее лопнет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. — ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. См. Человеку свойственно ошибаться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”