εἰκοστός

εἰκοστός

εἰκοστός, ep. auch ἐεικοστός, Il. 24, 765 (s. εἴκοσι), der zwanzigste, Od. 5, 34 u. Folgde; – ἡ εἰκοστή, der zwanzigste Theil, eine Abgabe, τῶν γιγνομένων Thuc. 6, 54, τῶν κατὰ ϑάλασσαν 7, 28; ἐλευϑερίας, Inscr. 963.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἰκοστός — twentieth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… …   Dictionary of Greek

  • εικοστός — ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 20, που βρίσκεται μετά το δέκατο ένατο και πριν από τον εικοστό πρώτο. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εικοστός Αιών — Τίτλος δύο περιοδικών. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Ιδρυτής του υπήρξε ο Α. Δρακόπουλος. 2. Μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα. Ιδρυτής και διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • Εικοστός Αιώνας — Καλλιτεχνικό περιοδικό, που εκδιδόταν τέσσερις φορές τον χρόνο στη δεκαετία 1930 40. Διευθυντής του ήταν ο Μ. Τόμπρος. Δημοσίευσε κείμενα λογοτεχνίας και μελέτης των εικαστικών τεχνών …   Dictionary of Greek

  • εἰκοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐεικοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg (epic) εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστοί — εἰκοστός twentieth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκοστῷ — εἰκοστός twentieth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐεικοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”