πυρί-φλεκτος

πυρί-φλεκτος

πυρί-φλεκτος, mit od. im Feuer verbrannt; κάμακες Aesch. frg. 157; Eur. Ion 195; übh feurig, πόϑοι, βλάβαι, Ep. ad. 29 (XII, 151); Lycophr. 217; von der Farbe, βοστρύχια Antiphil. (XI, 60).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”