εἴ-περ

εἴ-περ

εἴ-περ, 1) wenn anders, wenn sonst, wenn ja, siquidem, Hom. u. Folgde; εἴπερκε, Il. 2, 123. 8, 205, falls wirklich; – εἴπερ γε, Plat. Prot. 312 a u. oft, wenigstens wenn anders; vgl. Her. 7, 16; Xen. An. 1, 7, 9; – εἴπερ τις ἄλλος, wenn ja ein anderer, wie ein anderer, nachdrücklich, fast = wie keiner, Soph. O. R. 1118; ἐξέφυν πατρός, εἴπερ τινός, σϑένοντος ἐν πλούτῳ Ai. 483; εἴπερ τινὶ καὶ ἄλλῳ καὶ ἐμοί Dem. 24, 4. 51; so auch εἴπερ ποτέ, Eur. Andr. 553 Thuc. 4, 20; εἴπερ ποτὲ καὶ νῠν, Ar. Equ. 594. – 2) wenn gleich, wenn auch, Od. 1, 167; so auch εἴπερ καί, 9, 35; εἴ. περ τε, Il. 10, 225, wo Spitzner zu vgl. – 3) bei den Attikern bildet es zuweilen elliptisch einen Satz für sich, wenn dem also ist; ἔπειτ' ἀπὸ ταῤῥοῠ τοὺς ϑεοὺς ὑπερφρονεῖς, ἀλλ' οὐκ ἀπὸ τῆς γῆς, εἴπερ Ar. Nubb. 224; ἀλλ' εἴπερ, τὸ μὴ δύνασϑαι κωλύσει Plat. Rep. VI, 497 e; vgl. Parmen. 150 a u. Heindorf daselbst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”