εἶα

εἶα

εἶα, auch, vielleicht der Etymologie wegen, εἴα geschrieben, da aber α immer kurz, ist εἶα vorzuziehen; ein Ermunterungsruf, hei! he! zu! wohlan! bes. beim gemeinschaftlichen Arbeiten, vgl. Ar. Pax 451 ff., wo einer dem Chor zuruft ὦ εἶα, der Chor antwortet εἶα μάλα, εἶα ἔτι μάλα. – Beim imperat.; sing., εἶα χώρει, Eur. Med. 820 u. öfter; εἶα λέγε, Theocr. 5, 78 u. a. sp. D.; plur., ἀλλ' εἶ' ὁμαρτεῖτε Eur. Herc. Fur. 622; ἀλλ' εἶ' ἁπαξάπαντες ὀρχεῖσϑε Ar. Plut. 760; ἀλλ' εἶα δὴ σκεψώμεϑα Plat. Soph. 239 b. – Häufig mit δή, wohlan denn! εἶα δή, ξίφος πᾶς τις εὐτρεπιζέτω Aesch. Ag. 1636; Ar. Th. 659; – ἄγ' εἶαπαρακαλεῖτε Ar. Ran. 394; auch mit einem Fragesatze statt des Imperativs; ο ὐκ εἶαδραμεῖσϑε; οὐκ εἶ' ὁ μέν τις ἀρεῖται δόρυ; Eur. I. T 1423 Hel. 1597. Vgl. ἔα, εὖα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”