κώφωσις

κώφωσις

κώφωσις, , Taubheit, Hippecr.; auch von den Augen, Blödigkeit, Sp.; übh. Stumpfheit, Dummheit, iid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώφωσις — injury fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφώσει — κώφωσις injury fem nom/voc/acc dual (attic epic) κωφώσεϊ , κώφωσις injury fem dat sg (epic) κώφωσις injury fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφώσεις — κώφωσις injury fem nom/voc pl (attic epic) κώφωσις injury fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφώσιος — κώφωσις injury fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώφωσιν — κώφωσις injury fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • κωφώσεων — κωφώσεω̆ν , κώφωσις injury fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφώσεως — κωφώσεω̆ς , κώφωσις injury fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”