εἰς-οικίζω

εἰς-οικίζω

εἰς-οικίζω, ansiedeln, als Bewohner wohin versetzen, τινά, Pol. 5, 100, 8 u. Sp. Häufiger das med., sich ansiedeln, einwandern u. sich niederlassen, ἐς Κρήτην Her. 7, 171; χώραν Plut. Sol. 7; – εἰς ἐργαστήριον, einziehen, Aesch. 1, 124; εἰς αὐτοῠ τοῠ Καίσαρος εἰςῳκίσϑη Dio Cass. 43, 27; übertr., ἡ παρανομία κατὰ σμικρὸν εἰςοικισαμένη, die allmälig einschlich, Plat. Rep. IV, 424 d; vgl. Pol. 6, 57, 5; εἰς τὰ καϑαρὰ λιμὸς εἰςοικίζεται Men. fr. inc. 290.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • διοικίζω — (Α) [οικίζω] 1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω 2. παθ. διασκορπίζομαι 3. μέσ. μετοικώ («ὅταν ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν») 4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον 5. (για πλούσιους και φτωχούς) …   Dictionary of Greek

  • κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ …   Dictionary of Greek

  • μετακτίζω — (ΑM) μσν. 1. ξαναχτίζω 2. οικίζω ξανά αρχ. μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”