- εἰς-αμείβω
εἰς-αμείβω, hineingehen; πόλιν Aesch. Spt. 540.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-αμείβω, hineingehen; πόλιν Aesch. Spt. 540.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επαύξηση — η (AM ἐπαύξησις) [επαυξάνω] η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.) μσν. γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση … Dictionary of Greek
υπαμείβω — Α 1. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω («τὸ τεθνηκός τε καὶ κείμενον εἰς ἀθανάτου φύσιν ὑπαμειφθήσεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «πόντον ὑπαμείβομαι» επιβιβάζομαι σε πλοίο και ταξιδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμείβω «αλλάζω»] … Dictionary of Greek