εἰς-ακούω

εἰς-ακούω

εἰς-ακούω (s. ἀκούω), auf Etwas hören; absolut, Il. 8, 97; Plat. Rep. VI, 494 d; τὰ παραγγελλόμενα Thuc. 4, 34; τῶν λόγων Eur. I. A. 1368; τοῦδ' εἰςάκουε τἀνδρός Soph. Ai. 776; τίνος βροτῶν λόγον El. 872; βοᾶς Theocr. 24, 34; in Prosa, auf Jemanden hören, ihm folgen, Thuc. 5, 22; τούτου λέγοντος τἀνδρὸς εἰςήκουσ' ἐγώ, ὡς Soph. Tr. 350; εἰςακουσϑήσεται, er wird erhört werden, Matth. 6, 7. Bei Her. 1, 214. 6, 86 mit dem dat., Einem gehorchen. Bei den Dichtern ganz wie das simpl., ζῶντ' εἴσακούσας παῖδα, daß das Kind lebe, Eur. El. 416; vgl. Herc. Fur. 516. – Im eigentlichsten Sinne, von draußen im Hause oder ins Haus hinein gehört werden, ἔξωϑεν εἰς τὰς οἰκίας εἰςακούεται μᾶλλον ἢ ἔσωϑεν ἔξω, Arist. probl. 11, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσυπακούω — ΜΑ 1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.) 2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμί σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορία — μισθοφορία, ἡ (Α) [μισθοφόρος] 1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία 2. μισθοφορά* («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”