εἰς-δύω

εἰς-δύω

εἰς-δύω (s. δύω), kommt nur in den intr. Tempp. vor, zu denen εἰςδύνω od. εἰςδύομαι als praes. u. das fut. med. gehören; hineingehen, eindringen; ἀκοντιστὺν εἰςδύσεαι, du wirst dich ins Speerwerfen begeben, dich hineinwagen, Il. 23, 622; εἰςεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες Xen. An. 4, 5, 14; ἐς ἄλλο ζῷον, der Geist geht in ein anderes Thier über, Her. 2, 123; vgl. 121; ἡ ἀλήϑεια εἰςδύεται εἰς τὰς ψυχάς Pol. 13, 5, 5; ἄκλητον ὥς τινα εἰςδεδυκέναι Apollod. Car. Ath. VI, 243 d; εἰς τὴν ἀμφικτυονίαν εἰςδεδυκώς Dem. 11, 4, sich unter die Amph. eindrängen. – Ankommen, anwandeln; εἰςέδυ με οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν Soph. O. R. 1317; δεινόν τι εἰςέδυνέ σφισι, kam ihnen in den Sinn, Her. 6, 138. Einzeln auch bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο …   Dictionary of Greek

  • Proto-Greek language — The Proto Greek language is the assumed last common ancestor of all known varieties of Greek, including Mycenaean, the classical Greek dialects (Attic Ionic, Aeolic, Doric and Northwest Greek), and ultimately Koine, Byzantine and modern Greek.… …   Wikipedia

  • Protogriechisch — Übersicht: Griechische Sprache (siehe auch: Griechisches Alphabet) Protogriechisch (ca. 2000 v. Chr.) Mykenisch (ca. 1600–1100 v. Chr.) Altgriechisch (ca. 800–300 v. Chr.) Dialekte: Äolisch, Arkadisch Kyprisch, Attisch, Dorisch, Ionis …   Deutsch Wikipedia

  • Числительное в праиндоевропейском языке — …   Википедия

  • Перревос, Христофор — Христофор Перревос греч. Χριστόφορος Περραιβός …   Википедия

  • CRIU-METOPON — i. e. Arietis frons. promontor. geminum. Unum Cretae in ora Australi ad Occidentem, Capao S. Iani Nigro, Capo Leone Pineto. Capo Crio; prope vicus est S. Giovanni de Capo Crio. Baudrand. Dionys. v. 87. Η῞τ᾿ εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε Πὰρ ςθ᾿ ἱερην`… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”