εἰς-φέρω

εἰς-φέρω

εἰς-φέρω (s. φέρω), hineintragen, -bringen; εἴσω, Od. 7, 6; Xen. Hell. 5, 1, 21; πένϑος εἰςοίσει δόμοις Eur. Bacch. 367; πόλεμον χϑονί Hel. 38; νόσον γυναιξί Bacch. 353; pass., Xen. Conv. 2, 11; ἐς τὴν ὕλην ἐςφερόμενοι, in den Wald gerathend, Thuc. 3, 98; einführen, νέον τι, = καινοτομέω, Plat. Legg. VII, 797 b; εἰς τοὺς ἄλλους XII, 961 b; λόγους καινούς Eur. Bacch. 650; vgl. Pol. 2, 58, 12; καινὰ δαιμόνια Xen. Mem. 1, 1; vgl. Eur. Bacch. 256. Von Speisen, auftragen, Comici. Von den Bienen, eintragen, Xen. Oec. 7, 3. – Bes. – a) von Abgaben u. dgl., beitragen, beisteuern, χρήματα, εἰςφοράς, ἔρανον, Plat. Rep. VIII, 551 e 568 d Conv. 177 c; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 12; Dem. 53, 8; ἀπό τινος χρήματα, Lys. 18, 21; Dem. 21, 157; ὅσον εἰς τὴν πόλιν εἰςενηνόχασι 27, 36; ἐςφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc. 3, 19; τὴν οὐσίαν πᾶσαν Arist. Pol. 5, 11; auch τινὶ εἴς τι, Einem einen Beitrag wozu leisten, Dem. 53, 7; allgemeiner, πολλὰ κἀγαϑὰ ἀλλήλοις εἰςενεγκεῖν Xen. Cyr. 7, 1, 12. – b) eine Meinung vorbringen, ein Gesetz vorschlagen; γνώμην Her. 3, 80; absolut, οὐκέτι εἰςήνεγκαν περὶ Ἀργείων εἰς τὰς βουλάς Thuc. 5, 38; vgl. 8, 67; ἡ βουλὴ ἐς τὴν ἐκκλησίαν εἰςήνεγκε τὴν ἑαυτῆς γνώμην Xen. Hell. 1, 7, 9. wie εἰς τὸν δῆμον 26; νόμον Dem. 24, 1; παρὰ ταῦτα νόμον εἰςενηνόχει ib. 19; worauf νόμισμα παράσημον εἰςφ. 24, 213 eine Anspielung enthält; δόγμα Aesch. 3, 116; τὶ πρὸς τὸν δῆμον Arist. Pol. 2, 9; sc. δίκην, einen Proceß einleiten, Dem. 23, 28. – c) Bericht erstatten; ἀγγελίας Her. 1, 114. 3, 77; absolut, εἰς τοὺς νομοφύλακας Plat. Legg. VI, 772 c; ψεῠδος Pol. 2, 58, 12. – Med., ποταμὸς πολλὰς δρῦς εἰςφέρεται, reißt in sich hinein, Il. 11, 495; für sich einbringen, σῖτον Thuc. 5, 115, wie εἰςενείκαντο τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Her. 5, 34; εἰς τὸν οἶκον εἰςενεγκαμένη, von der Mitgift, Dem. 27, 4; allgemein, ἅπερ ἦν εἰς τὴν οὐσίαν εἰςενηνεγμένος 41, 4; – einführen, ἐς τὴν ποίησιν ἐςενείκασϑαι Her. 2, 23. Bei Pol. u. Sp. oft übertr., σπουδήν, an den Tag legen, beweisen, Pol. 22, 12; D. Sic. 1, 84; ἐν λόγοις ἡδονήν Pol. 5, 74, 9 u. ä.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”