εἰρήνη

εἰρήνη

εἰρήνη, ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσϑαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσϑαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσϑαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Uebertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευϑερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Εἰρήνη — peace fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρήνη — peace fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἰρηνέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἰρηνέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰρήνῃ — Εἰρήνη peace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρήνῃ — εἰρήνη peace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — η 1. κατάσταση ησυχίας και τάξης σε κάποιον τόπο, απουσία εσωτερικών ταραχών ή εξωτερικών πολέμων. 2. ομόνοια, αρμονικές σχέσεις μεταξύ ατόμων και λαών: Απειλείται η παγκόσμια ειρήνη. 3. συνθήκη ειρήνης ή απλά ειρήνη, το σύνολο των όρων που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ειρήνη — η κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ειρήνη — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 194 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του… …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. См. Если хочешь мира, готовься к войне …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. См. Хочешь покою, готовься к бою …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”