πρόκα

πρόκα

πρόκα, ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόκα — πρόξ roe deer fem acc sg πρόκα forthwith ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκα — η (λ. ιταλ.), καρφί, συνήθ. μεγάλο, ξύλινο ή μεταλλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκάων — προκά̱ων , προκαίω burn before pres part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκατε — πρόκα forthwith ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • прок — род. п. а, диал. прок на следующий год , сиб. (ЖСт., 1903, вып. 3, стр. 303), др. русск. прокъ остаток , прилаг. остающийся , въпрокъ навсегда (Карский, РП 99), ст. слав. прокъ λοιπός, ἄλλος (Супр.), прочии – то же, др. чеш. prokni каждый , др.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • ξυλόπροκα — η ξύλινη πρόκα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή παπουτσιών …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προκοχόρταρο — το, Ν φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία ονωνίς η διάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόκα «καρφί» + χορτάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”