εὔ-νοια

εὔ-νοια

εὔ-νοια, , ion. εὐνοίη, p. εὐνοΐη, Anth. App. 318, Wohlwollen, Zuneigung, Gunst; κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐπ' εὐνοίᾳ χϑονός Spt. 998; auch im plur., τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει, beweis't sein Wohlwollen, wo an die einzelnen Aeußerungen desselben (s. unten) zu denken ist, Suppl. 484, wie Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Spt. 432; εὐνοίᾳ λέγω, αὐδῶ, mit Wohlwollen, Soph. Phil. 1306 El. 226; εὔνοιαν ἔχειν τινί, gegen Einen Wohlwollen hegen, Eur. Or. 866, wie Plat. Legg. XI, 931 a; εἴτε εὐνοίᾳ ταῠτα ἐποίησε εἴτε καὶ καταχαίρων Her. 7, 239; εἴς τινα, Eur. Hel. 1425; Thuc. 2, 8, wie Xen. Cyr. 1, 5, 13; εὔνοιαν ἔχων διατελεῖ εἰς τοὺς Ἕλληνας Dem. 18, 54; ἡ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας εὔνοια Plat. Rep. V, 470 a (wie Dem. 18, 277); εὐνοίᾳ ἐρῶ τῇ σῇ, aus Zuneigung zu dir, Gorg. 486 a; wie oben Aesch. öfter mit gen., gegen Einen, Thuc. 3, 37, ἑκατέρων 1, 22; οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας Xen. An. 4, 7, 20; Ggstz φϑόνος, Plat. Legg. I, 635 b 642 c; εὔνοιαν παρέχεσϑαι, zeigen, Andoc. 1, 6, wie παρέχειν τινί Soph. Tr. 705; – ἡ παρὰ τῶν ϑεῶν εὔνοια, die Gunst der Götter, Dem. 2, 1; ἡ παρὰ τοῦ δήμου εὔν. Luc. Scyth. 10; εὔνοιαν ἐξ ἀνϑρώπων κτᾶσϑαι Xen. Cyr. 8, 2, 22; – κατ' εὔνοιαν, Ggstz βίᾳ, Thuc. 6, 92; δι' εὐνοίας 2, 40. Auch in Prosa findet sich der plur., ταῖς εὐνοίαις μεϑ' ὑμῶν ἦσαν Isocr. 14, 15; Sp., wie D. Sic. 15, 9. – Bei Dem. 8, 25, φασὶ δ' εὐνοίας (v. l. mehrerer mss. εὐνοίᾳ) διδόναι, καὶ τοῠτο τοὔνομα ἔχει τὰ λήμματα, ist es = freiwillige Geschenke, wie man es auch 19, 282 erkl.: τίς λειτουργία, τίς εἰςφορά, τίς εὔνοια, Beweis des Wohlwollens.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόνοια — ἡ, Μ η πρώτη σκέψη, ο πρώτος στοχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. υπό νοια] …   Dictionary of Greek

  • πτωχόνοια — ἡ, Μ έλλειψη νού, φτωχό μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. μικρό νοια] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] …   Dictionary of Greek

  • парано́йя — и, ж. мед. Хроническое душевное расстройство, характеризующееся устойчивыми бредовыми идеями при сохранении в остальном логичности мышления. Паранойя, как известно, характеризуется тем, что человек, умственно здоровый, считающийся и с логикой и с …   Малый академический словарь

  • βαρύνοια — η η έλλειψη οξύνοιας, η αμβλύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + νοια < νους] …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] …   Dictionary of Greek

  • Paranoia — Para|noia [...ne̲u̲a; aus gr. παρανοια = Torheit, Wahnsinn] w; : „Verrücktheit“, Bezeichnung für die aus inneren Ursachen erfolgende, schleichende Entwicklung eines dauernden Systems von Wahnvorstellungen …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”