εὔ-καιρος

εὔ-καιρος

εὔ-καιρος, zurrechten Zeit, passend, χὤτι σοι λέγειν εὔκαιρόν ἐστι Soph. O. C. 32, u. öfter bei Sp., wie καιρὸς εὔκαιρος, die gelegene Zeit, Hdn. 1, 9, 6. Vom Orte, geeignet, εὐκαιρότατος τόπος, Pol. 4, 38, 1 u. öfter; D. gic. 1, 63 u. a. Sp.; – auch = reich, Pol. 13, 9, 1. – Häufiger adv. εὐκαίρως, von der Zeit, Arist. H. A. 7, 1 u. Sp.; τῇ μεγαλογνωμοσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο Xen. Ages. 8, 3; εἰς ὅ τι ἂν εὐκαιρότερον ἀναλί. σκοιτε χρήματα Plat. Phaedr. 78 a; ε ὐκαιρότατα ἐπελάβοντο τῶν ἀνδρῶν Pol. 5, 63, 13, der οὐκ εὐκαίρως ἔχειν auch für "keine Zeit haben" braucht, 5, 26, 10; πρός τι, Plut. gen. Socr. 1; – ἔτυχε τοῦ πρώτου μάλα εὐκαίρως, = καιρίως, gut treffen, Ael. V. H. 13, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Καιρός —         (kairos) (греч.) надлежащая мера; благоприятный момент; удача; выгода. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καῖρος — row of thrums masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”