πυργίσκος

πυργίσκος

πυργίσκος, , wie πυργίον, dim. von πύργος, Artemid. 1, 76; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυργίσκος — burial vault masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίσκος — ο, ΝΜΑ μικρός πύργος, πυργίο νεοελλ. 1. μικρό διαμέρισμα τών πολεμικών πλοίων που μοιάζει με πύργο και περιλαμβάνει και προστατεύει τα πυροβόλα τού πλοίου, τα όργανα διεύθυνσης τής βολής καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται 2. (σε υποβρύχιο)… …   Dictionary of Greek

  • πυργίσκος — ο 1. μικρός πύργος, πυργί. 2. θάλαμος του πλοίου σε ψηλή θέση, που περιστρέφεται κι απ όπου δίνονται τα στοιχεία βολής στη ναυμαχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • πυργίσκοι — πυργίσκος burial vault masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίσκοις — πυργίσκος burial vault masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίσκον — πυργίσκος burial vault masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίσκῳ — πυργίσκος burial vault masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργισκάριον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) πυργίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυργίσκος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • βήλον — Το παραπέτασμα που κλείνει την Ωραία Πύλη, στη χριστιανική εκκλησία. Η λέξη β. είναι βυζαντινή και προέρχεται από τη λατινική velum, που σημαίνει παραπέτασμα, αυλαία: τα β. της εκκλησίας, τα β. του θεάτρου. Έχει επίσης και την έννοια της σημαίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”