εὔ-χειρ

εὔ-χειρ

εὔ-χειρ, ειρος, mit guten, starken od. geübten Händen; ἀνήρ Pind. Ol. 9, 111; ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη Soph. O. C. 473, vom Dädalus; Sp., wie Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χείρ — b. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”