εὔ-φημος

εὔ-φημος

εὔ-φημος, 1) von gutem Laute, von guter Vorbedeutung; ἔπος Aesch. Suppl. 507; εὔφημα φώνει, bona verba, Soph. Ai. 355 El. 1202; Worte guter Vorbedeutung redend, ὑμῖν δ' ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Aesch. Ch. 574, wie εὔφημον ἐπιβοᾶν Suppl. 675; ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι κατονομάζειν Plat. Alc. II, 140 c, d. i. mit milden Ausdrücken; τὸ τῆς ᾠδῆς γένος εὔφημον ἡμῖν ὑπαρχέτω Legg. VII, 801 a; vgl. noch ϑεὸν ὑμνεῖν εὐφήμοις μύϑοις καὶ καϑαροῖς λόγοις bei Ath. XI, 462 e., – Auch = erfreulich, froh, ἦμαρ Aesch. Ag. 622; – πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγούμενος τὸ εἰρημένον, in meliorem partem, Luc. Prom. 3. – 2) andachtsvoll, still, εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα Aesch. Ag. 1220; εὐφήμου στόμα φροντίδος ἱέντες Soph. O. C. 131 ch., wie εὔφημος ἴσϑι frg. 426; so ist auch El. 620 οὐκ οὖν ἐάσεις οὐδ' ὑπ' εὐφήμου βοῆς ϑῦσαί με = mit Stillschweigen; vgl. Seidler zu Eur. Tr. 566; εὔφημος πᾶς ἔστω λεώς – στόμα συγκλείσας Ar. Th. 39. – Uebertr., δόμοι, das Heiligthum, Eur. Andr. 1145. – 3) rühmend, lobend, Plut. u. a. Sp. – Adv. εὐφήμως, mit Glück bedeutenden, heiligen Worten, καλῶ χώρας ἄνασσαν τῆςδε Aesch. Eum. 277; H. h. Apoll. 171 ὑμεῖς δ' εὖ μάλα πᾶσαι ὑποκρίνασϑ' εὐφήμως; Plat. Phaedr. 261 c προςεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως Ἔρωτα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • θεόφημος — θεόφημος, ον (Α) αυτός που αναγγέλλει τη θεία θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φημος (φήμη), πρβλ. εύ φημος, κακό φημος] …   Dictionary of Greek

  • κακόφημος — η, ο (AM κακόφημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία») μσν. αρχ. αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κατάφημος — κατάφημος, ον (Α) κακόφημος, διαβόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φημος (< φήμη), πρβλ. από φημος, περί φημος] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιόφημος — ματαιόφημος, ον (Α) αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό φημος] …   Dictionary of Greek

  • πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • σύμφημος — ον, Α αυτός που συμφωνεί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φημος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρφημος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τη φήμη όλων τών άλλων, πολύ φημισμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φήμος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”