- εὔ-ροπος
εὔ-ροπος, sich leicht neigend, ἅμμα, eine leicht zusammenzuziehende Schlinge, Phil. Th. 62 (IX, 543); adv., εὐρόπως ἔχει, es ist leicht, Antiph. 5, 76, nach codd. bei Bekk. für καλῶς, Schöm. verm. εὐπόρως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-ροπος, sich leicht neigend, ἅμμα, eine leicht zusammenzuziehende Schlinge, Phil. Th. 62 (IX, 543); adv., εὐρόπως ἔχει, es ist leicht, Antiph. 5, 76, nach codd. bei Bekk. für καλῶς, Schöm. verm. εὐπόρως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετοιμόρροπος — η, ο (Μ ἑτοιμόρροπος, ον) αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο») νεοελλ. μτφ. 1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση») 2. (για ανθρώπους) ο… … Dictionary of Greek
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
αμφίρροπος — η, ο (Α ἀμφίρροπος, ον) 1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη 2. αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ροπος < ροπὴ < ρέπω πρβλ. και αμφιρρεπής] … Dictionary of Greek
ετερόρροπος — ο (Α ἑτερόρροπος, ον) 1. ετερορρεπής αρχ. 1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα τα ακρωτηριασμένα μέλη 3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο… … Dictionary of Greek
εύροπος — εὔροπος, ον (Α) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα («εὔροπον ἅμμα») βρόχος που συσφίγγεται εύκολα. επίρρ... εὐρόπως (Α) με ευχέρεια, με ευκολία, καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροπος (< ροπή), πρβλ. αντί ρροπος, ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
ισόρροπος — η, ο (ΑΜ ἰσόρροπος, ον) 1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία 2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις») μσν. 1. ισάξιος 2. ισοδύναμος 3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
παλίρροπος — παλίρροπος, ον (Α) αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)] … Dictionary of Greek
καλαύροπος — καλαύ̱ροπος , καλαῦροψ shepherd s staff fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώροπος — νώ̱ροπος , νῶροψ flashing masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)